συνθερμαντικός

συνθερμαντικός
-ή, -όν, Α [συνθερμαίνω]
ο επιτήδειος ή ο κατάλληλος να παράγει θερμότητα μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”